- λυσσοδίωκτος
- λυσσοδίωκτος, -ον (Α)αυτός που διώκεται, που κατέχεται από μανία, ιδίως ερωτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δίωκτος (< διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, λυκο-δίωκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυσσοδίωκτοι — λυσσοδίωκτος pursued by madness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek